- συνεδρεία
- συνεδρείᾱ , συνεδρείαsitting asfem nom/voc/acc dualσυνεδρείᾱ , συνεδρείαsitting asfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνεδρείᾳ — συνεδρείᾱͅ , συνεδρεία sitting as fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεδρεία — η, ΝΑ [συνεδρεύω] συνεδρία … Dictionary of Greek
συνεδρείας — συνεδρείᾱς , συνεδρεία sitting as fem acc pl συνεδρείᾱς , συνεδρεία sitting as fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεδρείαν — συνεδρείᾱν , συνεδρεία sitting as fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεδρία — η, ΝΑ, και συνέδρα Α [σύνεδρος] συνέδριο, συνεδρίαση, σύσκεψη αρχ. 1. συντροφιά, παρέα φίλων («ἡ μετὰ τῶν φίλων συνεδρεία», Πολ.) 2. το να κατέχει κανείς το αξίωμα τού συνέδρου 3. (για πτηνά) συναγελασμός 4. (ειδικά) η συνεδρίαση τής Ρωμαϊκής… … Dictionary of Greek